ὁμόπτερος

ὁμόπτερος
ὁμόπτερος
of
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ομόπτερος — η, ο (Α ὁμόπτερος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομόπτερα εντομολ. τάξη εντόμων που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία ως προς το μέγεθος, το σχήμα και τη φυσική ιστορία τών μελών της και στην οποία ανήκουν 32.000 περίπου είδη αρχ. 1. (για …   Dictionary of Greek

  • ὁμοπτέρως — ὁμόπτερος of adverbial ὁμόπτερος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόπτερον — ὁμόπτερος of masc/fem acc sg ὁμόπτερος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοπτέρου — ὁμόπτερος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοπτέρους — ὁμόπτερος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοπτέρων — ὁμόπτερος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόπτεροι — ὁμόπτερος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”